- ὑπολειπομένη
- ὑπολείπωleave remainingpres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὑπολειπομένῃ — ὑπολείπω leave remaining pres part mp fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γονίδιο — Διακεκριμένη κληρονομική μονάδα, διατεταγμένη σε γραμμική μορφή κατά μήκος των χρωμοσωμάτων, που καθορίζει τα χαρακτηριστικά ενός οργανισμού. Το καθένα από τα γ. είναι ο κληρονομικός παράγοντας, υπεύθυνος για κάποιο χαρακτηριστικό ή λειτουργία.… … Dictionary of Greek
κληρονομικότητα — Μεταβίβαση των χαρακτήρων ενός ατόμου στις επόμενες γενιές, η οποία πραγματοποιείται με τη σύζευξη των γεννητικών κυττάρων (γαμέτες) των γονέων και την ανάμειξη του γενετικού τους υλικού. Η μεταβίβαση αυτή ακολουθεί καθορισμένους νόμους, που… … Dictionary of Greek
κύστη — Υμενώδης θύλακος του σώματος στον οποίο συλλέγεται υγρό· η ουροδόχος κ. Ονομάζεται επίσης παθολογική παραγωγή ή ανάπτυξη που σχηματίζεται από νεόπλαστη θήκη ή κοιλότητα, που περιέχει ρευστή, πολτώδη ή σπάνια στερεή ουσία ή αέρα. Κ. καλείται… … Dictionary of Greek
αγαμμασφαιριναιμία — Πάθηση, κατά την οποία το ανοσοποιητικό σύστημα δεν παράγει αντισώματα που καταπολεμούν τις λοιμώξεις. Υπάρχει δυνατότητα προγεννητικής διάγνωσης, με λήψη αίματος από το έμβρυο. Η θεραπεία περιλαμβάνει τακτικές ενέσεις με αντιβακτηριακά… … Dictionary of Greek
αδρενολευκοδυστροφία — Είδος πάθησης, με χαρακτηριστικό στοιχείο κάποιες εγκεφαλικές διαταραχές, οι οποίες γίνονται όλο και πιο βαριές, ενώ μερικές φορές συνοδεύονται και από διάφορα συμπτώματα, όπως αδυναμία μυών. Είναι αποτέλεσμα περιορισμένης παραγωγής ορμονών από… … Dictionary of Greek
γενετική — Κλάδος της βιολογίας που ερευνά τα φαινόμενα της κληρονομικότητας και της ποικιλίας των ζωικών ειδών και μελετά τον μηχανισμό της μεταβίβασης από τους γονείς στους απογόνους των βιολογικών και μορφολογικών ιδιοτήτων που χαρακτηρίζουν τα άτομα… … Dictionary of Greek
Κουζμπάς — (Kuzbas). Γαιανθρακοφόρος περιοχή (25.900 τ. χλμ.) της Σιβηρίας, η σπουδαιότερη της Ρωσίας ως προς την ποσότητα των εξακριβωθέντων αποθεμάτων, αλλά υπολειπόμενη της ουκρανικής λεκάνης Ντονμπάς ως προς την παραγωγή. Πρόκειται για σύντμηση των… … Dictionary of Greek